πριονωτός

πριονωτός
πρῑον-ωτός, ή, όν, (as if from πριονόω)
A made like a saw, jagged, serrated,

στόμια Ar.Fr.58

; [τοῦ κρανίου] τὸ π. μέρος ῥαφὴ [καλεῖται] Arist.HA516a15;

π. δράκοντες

with serrated crests,

Philostr.VA3.7

;

π. τῇ λοφίᾳ Philostr.Jun.Im. 4

; ἡ π. τειχοποιία, of a warlike engine, Ph.Bel.83.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πριονωτός — ή, ό / πριονωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός νεοελλ. φρ. «πριονωτή τάση» (ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις… …   Dictionary of Greek

  • πριονωτός — ή, ό αυτός που έχει εγκοπές σαν πριόνι: Τα φύλλα της μουριάς είναι πριονωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πριονωτά — πριονωτός made like a saw neut nom/voc/acc pl πριονωτά̱ , πριονωτός made like a saw fem nom/voc/acc dual πριονωτά̱ , πριονωτός made like a saw fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριονωτόν — πριονωτός made like a saw masc acc sg πριονωτός made like a saw neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριονωτῇ — πριονωτός made like a saw fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριονωτή — πριονωτός made like a saw fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριονιστός — ή, ό, Ν [πριονίζω] 1. αυτός που κόπηκε ή κατασκευάστηκε με πριόνι 2. αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, πριονωτός. επίρρ... πριονιστά Ν με πριονισμό …   Dictionary of Greek

  • πριονώδης — ῶδες, Α [πρίων, ονος) πριονοειδής, πριονωτός («τόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῑς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.). επίρρ... πριονωδῶς Α με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά …   Dictionary of Greek

  • πριστός — ή, ό / πριστός, ή, όν, ΝΑ 1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος 2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός αρχ. 1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει 2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» στιλβωμένο ελεφάντινο οστό,… …   Dictionary of Greek

  • σβανάς — ο, Ν 1. το δρεπάνι 2. (ιδιωμ.) πριονωτός σουγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. σλαβ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”